- παλαιοχριστιανική τέχνη
- Η τέχνη που αναπτύχθηκε κατά τους πρώτους 6 αιώνες του χριστιανισμού. Υποδιαιρείται σε δύο περιόδους, με διαχωριστικό όριο το 330 μ.Χ., χρονολογία που ιδρύθηκε η Κωνσταντινούπολη.
Η πρώτη περίοδος ήταν δύσκολη για τους πιστούς της νέας θρησκείας· οι πανίσχυροι ιερείς της ειδωλολατρίας, η παντοδύναμη Pωμαϊκή αυτοκρατορία και οι συνεχείς διωγμοί, ανάγκασαν τους πρώτους χριστιανούς να αγωνίζονται διαρκώς για τη στερέωση της πίστης και την εμψύχωση των διωκομένων και δεν τους άφησαν καιρό να δημιουργήσουν μεγάλα και σπουδαία έργα. Παρ» όλα αυτά η καλλιτεχνική πνοή δεν τους έλειψε· με τη σμίλη και το πινέλο απεικονίζουν επάνω στο μάρμαρο και στις επιφάνειες των τοίχων τα επεισόδια της ζωής του Χριστού και τα θαύματά του. Μια σειρά από σαρκοφάγους και οι ζωγραφιές οι οποίες υπήρχαν στις κατακόμβες, που χρονολογούνται στον 2o και 3o αι., αποτελούν σαφείς αποδείξεις της καλλιτεχνικής δημιουργίας της πρώτης περιόδου της παλαιοχριστιανικής τέχνης.
Με το διάταγμα των Μεδιολάνων (313), με το οποίο δόθηκε ελευθερία λατρείας σε όλες τις θρησκείες, επομένως και στον χριστιανισμό, και κυρίως με την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης, της Νέας Ρώμης (330), τα πράγματα αλλάζουν· οι χριστιανοί ασκούν τώρα ελεύθερα τη λατρεία τους στην επιφάνεια της γης και όχι κάτω από αυτήν, στις κατακόμβες, και οι τεχνικοί και καλλιτέχνες μπορούν να πραγματώνουν ελεύθερα τις εμπνεύσεις τους. Βέβαια, η παλαιοχριστιανική τέχνη γεννήθηκε και αναπτύχθηκε μέσα στο περιβάλλον και στη μακριά και ισχυρή παράδοση της ελληνιστικής τέχνης, και μάλιστα με τη μορφή που πήρε η τέχνη αυτή κατά τους 2 τελευταίους αιώνες π.X. και τους 3 πρώτους αιώνες μ.X., με τη μορφή δηλαδή της λεγόμενης ελληνορωμαϊκής τέχνης. Όπως ήταν λοιπόν φυσικό, οι τεχνικοί και καλλιτέχνες παρέλαβαν αρχικά τα πρότυπα, τις μορφές και τα θέματά τους από την τέχνη αυτή, τα προσάρμοσαν όμως στο πνεύμα της νέας θρησκείας και τους έδωσαν την έννοια και το περιεχόμενο της διδασκαλίας του χριστιανισμού. Παράλληλα δημιουργούνται και εισάγονται στην τέχνη μορφές και στοιχεία καθαρά χριστιανικά. Ήδη με τον Μεγάλο Κωνσταντίνο και τη μητέρα του αγία Ελένη, η παλαιοχριστιανική τέχνη αρχίζει να δημιουργεί τα μεγάλα της έργα· στην Κωνσταντινούπολη, στα Ιεροσόλυμα, στη Βηθλεέμ, στην Αντιόχεια, στη Ρώμη κ.α. χτίζονται εκκλησίες και διακοσμούνται πλούσια. Η ανοδική πορεία της παλαιοχριστιανικής τέχνης συνεχίζεται σταθερά στον 5o και σχεδόν σε ολόκληρο τον 6o αι. Παράλληλα, κατά τους αιώνες αυτούς, διαμορφώνονται τα δόγματα με τις οικουμενικές συνόδους, ελληνοποιείται βαθμιαία το βυζαντινό κράτος, απλώνεται η αυτοκρατορία, ιδρύεται το πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης και καλλιεργούνται τα χριστιανικά γράμματα και η παιδεία, ζουν και ακμάζουν οι μεγαλύτεροι πατέρες της Εκκλησίας. Δίκαια λοιπόν η δεύτερη περίοδος της παλαιοχριστιανικής εποχής χαρακτηρίζεται χρυσός αιώνας του χριστιανικού πολιτισμού. Σε όλες τις χώρες γύρω από τη Μεσόγειο ανεγείρονται μεγάλα οικοδομήματα, εκκλησίες, παλάτια, νοσοκομεία, φρούρια, τείχη κ.ά. και πολλές πόλεις, όπως η Ρώμη, η Ραβένα, η Θεσσαλονίκη, η Κωνσταντινούπολη, η Έφεσος, η Αντιόχεια, η Αλεξάνδρεια κλπ. αναδεικνύονται καλλιτεχνικά κέντρα με σπουδαία εργαστήρια. Στον 4o αι. είναι σημαντικός ο ρόλος της συριακής Αντιόχειας, όπου έμεναν και οι αυτοκράτορες ακόμα· από την εποχή όμως του Θεοδοσίου το κέντρο μετατοπίζεται στην Κωνσταντινούπολη.
Η παλαιοχριστιανική τέχνη παρέλαβε στοιχεία από όλες τις χώρες της Ανατολής και της Δύσης, τα επεξεργάσθηκε στο χωνευτήρι της χριστιανικής θρησκείας και διαμόρφωσε έτσι δικούς της ρυθμούς, δικές της μορφές, δικά της θέματα και δημιούργησε δική της τεχνοτροπία, για να καλύψει με τα έργα της όλες τις εκδηλώσεις της τέχνης.
Αρχιτεκτονική. Κατά τους 3 πρώτους αιώνες δεν έχουμε αυτοτελείς ναούς· οι χριστιανοί χρησιμοποιούν για τις ανάγκες της λατρείας σπίτια πλουσίων, τα ονομαζόμενα ευκτήρια ή ιεροί οίκοι. Δύο τέτοιοι οίκοι, που χρονολογούνται στο τέλος του 3ου αι., αποκαλύφθηκαν στα Σάλωνα της Δαλματίας, και άλλος, των μέσων του 3ου αι., στη Δούρα – Εύρωπο της Μεσοποταμίας. Μετά το διάταγμα των Μεδιολάνων (313), και πριν χτιστούν ιδιαίτερες εκκλησίες, οι χριστιανοί μετατρέπουν σε εκκλησίες τους αρχαίους ναούς και άλλα κτίρια· είναι γνωστό πως ο Παρθενώνας, το Ερέχθειο, το Ασκληπιείο, ο ναός του Hφαίστου (Θησείο) μετετράπησαν τον 4o αι. σε χριστιανικούς ναούς. Οι χριστιανοί αρχιτέκτονες πήραν από την ελληνορωμαϊκή τέχνη τη βασιλική και τα περίκεντρα κτίρια και από την ανατολική τους τρούλους και τους θόλους. Ο ρυθμός όμως, που κατεξοχήν αντιπροσωπεύει το πνεύμα και τη μορφή της παλαιοχριστιανικής αρχιτεκτονικής, είναι η βασιλική, ορθογώνιο, σε κάτοψη, παραλληλόγραμμο κτίριο, με ημικυκλική αψίδα στον στενό ανατολικό τοίχο και χωρισμένο στο εσωτερικό σε 3 ή 5 ή και 7 κλίτη με 2 ή 4 κιονοστοιχίες. Στη δυτική πλευρά έχει τον νάρθηκα, ένα στενόμακρο χώρο, και συνέχεια από αυτόν, Δ, το αίθριο, έναν ανοιχτό χώρο που περιβάλλεται από στοές. Κάθε κλίτος, όπως και κάθε άλλο μέρος της βασιλικής, έχει τη δική του ξύλινη στέγη με κεραμίδια. Η εξωτερική εμφάνιση της βασιλικής είναι απλή και συνήθως αδιακόσμητη, αντίθετα προς τους αρχαίους ειδωλολατρικούς ναούς, που εξωτερικά είχαν πλουσιότατο γλυπτό διάκοσμο. Το εσωτερικό όμως της βασιλικής είναι εκθαμβωτικά διακοσμημένο με κιονοστοιχίες από πολύχρωμα μάρμαρα, κιονόκρανα με πλούσια γλυπτική κατεργασία, με ορθομαρμάρωση, δηλαδή επένδυση των επιφανειών των τοίχων με πολύχρωμες μαρμαρόπλακες, με τα ψηφιδωτά και τις τοιχογραφίες. Άλλοι τύποι του ρυθμού της βασιλικής είναι η βασιλική με εγκάρσιο κλίτος, όταν δηλαδή έχει ένα κλίτος μπροστά από το ιερό κάθετο προς τα άλλα, η σταυρική, όταν στην κάτοψη σχηματίζεται σταυρός, η τρουλαία, όταν έχει τρούλο, η ανατολική, όταν και τα 3 κλίτη στεγάζονται με ισοϋψείς καμάρες κ.ά.
Ζωγραφική. Ήδη από τον 2o αι. οι χριστιανοί καλλιτέχνες χρησιμοποίησαν τη ζωγραφική είτε για να απεικονίσουν γεγονότα από τη ζωή του Χριστού είτε για να παραστήσουν τα θαύματα και τη διδασκαλία του είτε για να διακοσμήσουν απλώς τους τόπους όπου συγκεντρώνονταν ή τους τάφους των μαρτύρων. Ακολουθούσαν τη γνωστή τότε από την ελληνορωμαϊκή ζωγραφική διάταξη και μάλιστα όπως εφαρμόστηκε στα οικοδομήματα της Πομπηίας. Μεγάλη σημασία για την πριν από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο ζωγραφική έχουν οι τοιχογραφίες των κατακομβών, της Ρώμης, της Νικόπολης, της Μήλου, της Κύπρου κ.ά. Οι τοιχογραφίες αυτές έγιναν με την τεχνική της νωπογραφίας (φρέσκο)· επάνω σε ένα λεπτό κονίαμα, που αποτελείται από ασβέστη, ψιλή άμμο και μαρμαροκονία, χαράσσεται το σχεδίασμα και τοποθετούνται τα χρώματα, τα οποία συνήθως είναι 4: λευκό, κίτρινο, κόκκινο και πράσινο. Οι πρώτες παραστάσεις, που έχουν συμβολικό και αλληγορικό χαρακτήρα, αποβλέπουν να διδάξουν τη δια του Χριστού σωτηρία. Τα θέματα στην αρχή είναι παρμένα από τα ανιμιστικά· σύντομα όμως εγκαταλείπονται και παίρνουν τη θέση τους άλλα, καθαρά χριστιανικά με αλληγορική σημασία (ιχθύς, καλός ποιμήν κ.ά.). Σιγά σιγά δημιουργείται μια μεγάλη σειρά θεμάτων από τις διηγήσεις της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης· Πρωτόπλαστοι, Νώε, θυσία Αβραάμ, Μωυσής, Ιώβ, οι τρεις Παίδες, Δανιήλ, Ιωνάς κ.ά. και επίσης οι Μάγοι, η Βάπτιση, τα θαύματα του Χριστού κλπ. Μετά το 313, οπότε ο Μέγας Κωνσταντίνος αναγνώρισε τον χριστιανισμό ως ελεύθερη θρησκεία, εισάγονται στην εικονογραφία και οι πρώτες σκηνές από τον κύκλο των παθών του Χριστού· Νιπτήρ, Μυστικός Δείπνος, Προδοσία, Άρνηση Πέτρου, Κρίση Πιλάτου, Μυροφόρες κ.ά. Τώρα όμως, μετά τη νίκη της νέας θρησκείας, οι πιστοί αισθάνονται θριαμβευτές. Ανάλογα λοιπόν με την αντίληψή τους αυτή διαπλάσσουν και τη μορφή του Χριστού, ως νικητή, θριαμβευτή και τροπαιούχου, με την oποία τον παριστάνουν ακόμα και στις σκηνές του Πάθους. Στη Σταύρωση, για παράδειγμα, την κατεξοχήν δραματική σκηνή του κύκλου των παθών, ο Χριστός εικονίζεται, κάτω από την ελληνιστική επίδραση, ως ωραίος νέος επάνω στο σταυρό, ζωντανός, με ανοιχτά μάτια, χωρίς ίχνος πόνου. Τέτοια παραδείγματα σώθηκαν πολλά, όπως μία Σταύρωση του 4ου αι. στο Μουσείο του Λατερανού, άλλες στο Βρετανικό Μουσείο και στην Αγία Σαβίνα της Ρώμης του 5ου αι., το Συριακό Ευαγγέλιο του Rabula του 6ου αι., ενώ στη Σταύρωση της Πανόπολης του 6ου αι. ο Χριστός φορά ποδήρη ριγωτό χιτώνα.
Τα ψηφιδωτά, που είναι ένας άλλος κλάδος της ζωγραφικής, η παλαιοχριστιανική τέχνη τα χρησιμοποίησε σε μεγάλη έκταση και στα δάπεδα και στους τοίχους. Όλες σχεδόν οι βασιλικές, λουτρά, παλάτια και άλλα κτίρια του 4ου, 5ου και 6ου αι., που σώζονται ή αποκαλύφθηκαν με ανασκαφές στις χώρες της Μεσογείου, έχουν ψηφιδωτά δάπεδα με πολλά και ποικίλα διακοσμητικά θέματα· πολυάριθμα γεωμετρικά και φυτικά σχέδια· έλικες, μαίανδροι, πολύγωνα, ρόμβοι, κληματίδες, άκανθος, κισσός κ.ά., πουλιά σε μεγάλη ποικιλία, ζώα άγρια, φανταστικά και κατοικίδια, πρόσωπα, προσωποποιήσεις, σκηνές μυθολογικές, αλληγορικές, κυνηγιού, καλεντάρια, εποχές του έτους κ.ά. Στον ελληνικό χώρο, σύνολα ψηφιδωτών παλαιοχριστιανικών δαπέδων, με άρτιο οπωσδήποτε διάκοσμο, σώθηκαν στη Θεσσαλονίκη, στους Φιλίππους, στις Φθιώτιδες Θήβες (Νέα Αγχίαλο), στη Νικόπολη, στους Δελφούς, στο Κλαυσείον (Κλαψί Ευρυτανίας), στα Δαφνούσια, στη Θήβα, στην Κω, στην Αστυπάλαια, στην Κάρπαθο και σε άλλα νησιά του Αιγαίου.
Όταν άρχισαν να κατασκευάζουν ψηφίδες και μάλιστα σε πολύ μικρές διαστάσεις από υαλόμαζα (στην αρχή ως ψηφίδες χρησιμοποιούσαν φυσικά χαλίκια· ύστερα τις έκοβαν από διάφορα πετρώματα, στις διαστάσεις και στο σχήμα που ήθελαν, ή τις κατασκεύαζαν από πηλό ή υαλόμαζα) διακόσμησαν με ψηφιδωτά και μεγάλες επιφάνειες τοίχων. Τέτοια εντοίχια ψηφιδωτά, σε μεγάλα σύνολα και σε θαυμάσια κατάσταση, σώζονται στην Ιταλία και κυρίως στη Ρώμη (Σάντα Μαρία Ματζόρε, Σάντα Κονστάντζα, Σάντα Προυντεντσιάνα, όλα του 5ου αι. κ.ά.), και στη Ραβένα (μαυσωλείο της Γκάλα Πλακίντια και Βαπτιστήριο των Ορθοδόξων, του 5ου αι., Άγιος Βιτάλιος και Άγιος Απολλινάριος ο Νέος του 6ου αι. κ.ά.).
Στον ελλαδικό χώρο τα σημαντικότερα σώθηκαν σε 4 μνημεία της Θεσσαλονίκης, του σπουδαιότατου αυτού κέντρου της παλαιοχριστιανικής τέχνης· στη ροτόντα, στην Αχειροποίητο, στον Όσιο Δαβίδ και στον Άγιο Δημήτριο. Στη ροτόντα, διασώζονται ψηφιδωτά στις κόγχες που σχηματίζονται στο πάχος των τοίχων, στα τόξα των παραθύρων και στον τρούλο: ο Χριστός, μέσα σε έναν κύκλο με τα χρώματα της ίριδας που φέρεται από 4 αγγέλους, 22 προφήτες και απόστολοι, μάρτυρες κατά ζεύγη, γεωμετρικά σχέδια, καρποί, πουλιά, καλάθια, αγγεία, άνθη κ.ά. αποτελούν τον διάκοσμο του κτιρίου. Ο ψηφιδωτός διάκοσμος που σώζεται στη βασιλική της Αχειροποιήτου, του 5ου αι., είναι ειδυλλιακός· κληματίδες, τουλίπες, στάχυα, ανθοπλόκαμοι με καρπούς, πουλιά κ.ά. είναι τα κύρια θέματα, κατασκευασμένα με εξαιρετική φροντίδα και ωραίους χρωματισμούς. Στα ψηφιδωτά της μικρής εκκλησίας του Οσίου Δαβίδ, του 5ου αι., επικρατεί άλλο κλίμα· εδώ σώζεται μια αποκαλυπτική παράσταση· ο Χριστός κάθεται μέσα στη φωτεινή δόξα, την oποία φέρουν τα 4 σύμβολα των Ευαγγελιστών, ενώ αριστερά και δεξιά εικονίζονται οι προφήτες Ιεζεκιήλ και Αβακούμ. Πρόκειται για μια παρουσία του Χριστού με ιερουργική σημασία. Στον Άγιο Δημήτριο, που έχει καταστραφεί επανειλημμένα, σώζονται λίγα παλαιοχριστιανικά εντοίχια ψηφιδωτά.
Γλυπτική. Η γλυπτική κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο καλλιεργείται συγχρόνως με τη ζωγραφική και παράλληλα προς αυτήν. Τα θέματά της τα πήρε και αυτή από την ελληνορωμαϊκή τέχνη, τους έδωσε όμως το περιεχόμενο και το νόημα της νέας θρησκείας. Και εδώ κατά τους πρώτους 3 αι. επικρατεί ο συμβολισμός και η αλληγορική έννοια ωσότου δημιουργηθούν, μετά τα μέσα του 4ου αι., τα καθαρώς χριστιανικά θέματα. Η δραστηριότητα των χριστιανικών καλλιτεχνών απλώθηκε σε όλα τα είδη της γλυπτικής· περίοπτα έργα, ανάγλυφα και αρχιτεκτονικά γλυπτά. Τα περίοπτα έργα είναι αγάλματα αυτοκρατόρων και ιερών προσώπων, περισσότερα στη Δύση και λιγότερα στην Ανατολή, τα οποία εξαφανίζονται στους μετέπειτα αιώνες. Τα ανάγλυφα, είδος εξαιρετικά προσφιλές στους γλύπτες της παλαιοχριστιανικής περιόδου, χρησιμοποιήθηκαν σε μεγάλη κλίμακα αρχικά για τη διακόσμηση των μαρμάρινων σαρκοφάγων, έπειτα σε διάφορα μέλη με τα οποία κοσμούνταν οι βασιλικές και τα άλλα κτίρια (κοσμήτες, άμβωνες, θρόνοι, κρήνες, τράπεζες κ.ά.). Τα αρχιτεκτονικά γλυπτά· η ελληνορωμαϊκή αρχιτεκτονική δάνεισε στα πρώτα χριστιανικά κτίρια τα δικά της αρχιτεκτονικά στοιχεία, όπως τους μονόλιθους και χωρίς ραβδώσεις κίονες, συνήθως από πολύχρωμα μάρμαρα ή ραβδώσεις, τα κιονόκρανα του κορινθιακού ή του ιωνικού ρυθμού, τα θωράκια, τα επιστήλια κ.ά. Ιδιαίτερα αγαπητό ήταν το κορινθιακό κιονόκρανο, που προσλαμβάνει, κυρίως κατά το πρώτο μισό του 5ου αι., εξαιρετικά εντυπωσιακή εμφάνιση με τη ζωηρή εναλλαγή φωτοσκιάσεων, η οποία επιτυγχάνεται με την ονομαζόμενη τεχνική του τρυπάνου, και επειδή η τεχνική αυτή εφαρμόστηκε κυρίως επί Θεοδοσίου B», τα κιονόκρανα ονομάστηκαν Θεοδοσιανά. Το αρχικό κορινθιακό κιονόκρανο διαπλάσσεται στα χέρια των καλλιτεχνών, παίρνει νέες μορφές και πλουτίζεται με νέα στοιχεία, όπως είναι τα ανεμιζόμενα φύλλα της ακάνθου, είτε απλά είτε κατά ζεύγη, μορφές ζώων ή προσώπων στη θέση της άνω σειράς της ακάνθου κ.ά. Η εφαρμογή των τόξων στις κιονοστοιχίες των ναών δημιούργησε την ανάγκη να επινοηθεί ένα νέο αρχιτεκτονικό στοιχείο, το λεγόμενο επίθημα, σε σχήμα ανεστραμμένης κόλουρης πυραμίδας, που τοποθετείται επάνω στο κιονόκρανο και οι πλευρές του φέρουν γλυπτό διάκοσμο.
Από τα έργα της παλαιοχριστιανικής γλυπτικής σώθηκαν αξιόλογα δείγματα, είτε στην αρχική τους θέση είτε στα μουσεία. Ιδιαίτερη σημασία παρουσιάζουν οι σαρκοφάγοι, όχι μόνο για την τεχνική τους, αλλά κυρίως γιατί μας προσφέρουν πλούσιο θεματολόγιο των πρώτων αιώνων (επεισόδια της ζωής και θαύματα του Χριστού, γεγονότα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης κ.ά.). Σημαντικά είναι επίσης τα αλληγορικά αγαλματίδια του Καλού Ποιμένα, του Ορφέα, όπως και ανάγλυφες πλάκες με θρησκευτικές παραστάσεις, δείγματα των oποίων βρίσκονται σε διάφορα μουσεία και στο Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών.
Μικροτεχνία. Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται τα έργα σε μικρή κλίμακα, από διάφορα υλικά· μέταλλα (χρυσός, άργυρος, σίδηρος κ.ά.), ξύλο, υφάσματα, γυαλί, ελεφαντόδοντο, πηλό κ.ά., ακόμα και τα χειρόγραφα με τον ζωγραφικό τους διάκοσμο, τις μικρογραφίες. Το ελεφαντόδοντο με την τελειότατη επεξεργασία του γίνεται ένα από τα εκφραστικότερα μέσα της τέχνης κατά τον 4o, 5o και 6o αι. Τα θέματα που ακονίζονται με αυτό δεν είναι μόνο θρησκευτικά, αλλά και κοσμικά. Τα αυτοκρατορικά δίπτυχα (δίπτυχο Μπαρμπερίνι στο Λούβρο), τα υπατικά δίπτυχα, τα αρτοφόρια, οι σταχώσεις (καλύμματα) των Ευαγγελίων, χειρογράφων κλπ. είναι σπουδαία δείγματα του είδους. Υλικό έργων μικροτεχνίας αποτέλεσε επίσης ο στεατίτης, λίθος μαλακός, χωρίς πόρους, που δίνει επιφάνειες λείες και στιλπνές. Αλλά ο τομέας που καλλιεργήθηκε ιδιαίτερα, κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο και στη συνέχεια κατά τη βυζαντινή, είναι γενικά τα χειρόγραφα, και μάλιστα τα ιστορημένα, εκείνα δηλαδή στα οποία το κείμενο συνοδεύεται ή διακοσμείται με εικόνες, σκηνές κλπ. λεπτότατης τέχνης και θαυμαστής απόδοσης. Ο τύπος αυτός της αφηγηματικής εικονογράφησης κατάγεται από τον ελληνιστικό κόσμο (έργα Ομήρου, Ευριπίδη κ.ά.). Η ίδια αυτή αντίληψη υπήρξε και η βάση της εικονογράφησης του μεγάλου κλασικού κειμένου της χριστιανικής θρησκείας, της Αγίας Γραφής, και μετά άλλων εκκλησιαστικών συγγραμμάτων. Κατά τη δεύτερη περίοδο της παλαιοχριστιανικής τέχνης (4ος-6ος αι.) δημιουργήθηκαν σπουδαία καλλιτεχνικά εργαστήρια, με κύριο έργο την παραγωγή ιστορημένων χειρογράφων, σε όλα σχεδόν τα πνευματικά κέντρα της εποχής: Κωνσταντινούπολη, Αντιόχεια, Ιερουσαλήμ, Αλεξάνδρεια κλπ. Βέβαια από την περίοδο αυτή δεν σώθηκαν πολλά έργα· αλλά και τα λίγα που έφτασαν έως εμάς, όπως ο Διοσκουρίδης, η Γένεση της Βιέννης και του Λονδίνου, το Τετραευάγγελο του Ροσάνο, ο κώδικας του Rabyla κ.ά. είναι τρανές αποδείξεις ότι η διακόσμηση του χειρογράφου κατά την εποχή αυτή γνώρισε τη μεγαλύτερη ακμή της.
Παλαιοχριστιανικά ψηφιδωτά του 5ου αι., από τη βασιλική Δουμέτιου, στη Νικόπολη της Ηπείρου.
Παλαιοχριστιανικό ψηφιδωτό του 5ου αι., από τη Σάντα Κονστάντζα, στη Ρώμη.
Τοιχογραφία του 3ου αι., στο Υπόγειο των Αυρηλίων, στη Ρώμη.
Παλαιοχριστιανικά ψηφιδωτά εξαίρετης τέχνης του 5ου αιώνα, που βρίσκονται στο ναό του Όσιου Δαβίδ της Θεσσαλονίκης.
Παλαιοχριστιανικά ψηφιδωτά εξαίρετης τέχνης του 5ου αιώνα, που βρίσκονται στο ναό του Όσιου Δαβίδ της Θεσσαλονίκης.
Ανάγλυφο του 4ου αιώνα από σαρκοφάγο των κατακομβών του Βατικανού, που εικονίζει τον απόστολο Πέτρο.
Το εσωτερικό με τρεις νάρθηκες του ναού του Σωτήρα, στις Κατακόμβες του Βατικανού: οικοδομήθηκε γύρω στον 5o αιώνα αλλά επισκευάστηκε πολλές φορές.
Dictionary of Greek. 2013.